-
1 катер
-
2 лодка
лодка ж η λέμβος, η βάρκα· моторная \лодка η βενζινάκατος* * *жη λέμβος, η βάρκαмото́рная ло́дка — η βενζινάκατος
-
3 лодка
η λέμβος, η βάρκαнадувная спасательная - φουσκωτή σωστική -, η πνευστή σχεδίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лодка
-
4 моторный
1. (приводимый в движение мотором) με κινητήρα, με μηχανή, του κινητήρα 2. физиол. κινητικ/ός, κινητήριος 3. (цех) το τμήμα (του εργοστασίου) κατασκευής των κινητήρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моторный
-
5 глиссер
глиссерм ἡ βενζινάκατος. -
6 катер
катерм нор. ἡ ἀκατος:торпедный \катер ἡ τορπιλλάκατος· паровой \катер ἡ ἀτμάκα-τος· моторный \катер ἡ βενζινάκατος. -
7 лодка
лодкаж ἡ βάρκα, ἡ λέμβος:моторная \лодка ἡ ἀτμάκατος, ἡ βενζινάκατος· гоночная \лодка βάρκα λεμβοδρομίας· подводная \лодка τό ὑποβρύχιο[ν]. -
8 моторный
моторн||ый Iприл κινητήριος:\моторный вагой τό βαγόνι μέ μοτέρ· \моторныйая лодка ἡ βενζινάκατος.моторный IIприл психол., φ из иол. κινητικός, κινητήριος. -
9 катер
-а, πλθ. -ύ. α. άκατος•спасательный катер ναυαγοσωστική βάρκα•
моторный катер βενζινάκατος•
торпедный катер τορπιλάκατος.
-
10 лодка
-и θ.βάρκα, λέμβος, άκατος•двухвёсельная лодка δίκωπη βάρκα•
моторная лодка βενζινάκατος•
парусная лодка βάρκα με πανί, αεράκατος•
кататься на -е κάνω (πηγαίνω) βαρκάδα•
гоночная лодка βάρκα λεμβοδρομίας. σκάφος πολεμικό•
подводная лодка υποβρύχιο•
канонерская лодка η κανονιοφόρος, βάρκα κανονιέρα.
-
11 моторка
-и θ.βενζινάκατος, μπενζίνα. -
12 моторный
См. также в других словарях:
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — η σκάφος, λέμβος ταχύπλοη που κινείται με βενζινομηχανή: Η λιμενική αστυνομία χρησιμοποιεί βενζινάκατους για την περιπολία στις ακτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)